- δυσβάρνακος
- δῠσ-βάρνακος·A
δυσκατανόητος, βάρνακα γὰρ ἄγρια λάχανα δύσπλυτα EM291.45
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκατανόητος, βάρνακα γὰρ ἄγρια λάχανα δύσπλυτα EM291.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.